- κρεμερσίτης
- ο(ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο χλωριούχο ορυκτό τού καλίου, τού αμμωνίου και τού σιδήρου, με έντονο κόκκινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. kremersit < όν. τού Ρ. Kremers, Γερμανού χημικού ο οποίος τό περιέγραψε, + κατάλ. it].
Dictionary of Greek. 2013.